- κακόγονος
- κᾰκό-γονος, ον,A born to ill, Sch.S.OT 26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόγονος — κακόγονος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί για το κακό, για τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. παλαιό γονος, πρωτό γονος] … Dictionary of Greek
κακογόνους — κακόγονος born to ill masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόγονος — αὐτόγονος, ον (Α) αυτογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. εύγονος, κακόγονος, πρωτόγονος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κακογονία — κακογονία, ἡ (Α) [κακόγονος] κακή γέννηση, άτυχος τοκετός … Dictionary of Greek